- παρέλευσις
- παρέλευσιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρελεύσει — παρέλευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρελεύσεϊ , παρέλευσις fem dat sg (epic) παρέλευσις fem dat sg (attic ionic) παρέρχομαι ibo fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέλευσιν — παρέλευσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέλευση — η / παρέλευσις, εύσεως, ΝΜ 1. το πέρασμα κοντά ή μπροστά από κάτι, η διάβαση 2. (για χρόνο και για υποδιαιρέσεις του) πάροδος («μετά την παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος») μσν. μτφ. ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»… … Dictionary of Greek
παροδεία — ἡ, Α [παροδεύω] (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ παρέλευσις» … Dictionary of Greek
παρελεύσεως — παρελεύσεω̆ς , παρέλευσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελεύσῃ — παραιρέω take away from fut part act fem dat sg (epic ionic) παρελεύσηι , παρέλευσις fem dat sg (epic) παρέρχομαι ibo fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)